- μικρόσχημος
- -η, -ο (Μ μικρόσχημος, -ον)(για μοναχό, μοναχή) αυτός που φορά το «μικρό σχήμα», δηλ. μοναχικό ένδυμα, διότι ανήκει στη δεύτερη από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσονται οι μοναχοί, αρχάριος, εισαγωγικός μοναχόςνεοελλ.αυτός που έχει μικρό σχήμα, περιορισμένες διαστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + σχῆμα (πρβλ. κακό-σχημος, μεγαλό-σχημος)].
Dictionary of Greek. 2013.